Πόσο καλύτερα να αποδώσει; Το 2020, ο sir Anthony Hopkins παραδίδει μια προσωπική μελέτη, η οποία έφερε το δεύτερο Όσκαρ για τη δουλειά του, το 2021. Ολόκληρο μάθημα από μόνη της, θα διδάσκεται για πολλά χρόνια.
Με το θέμα της άνοιας και των συνεπειών της, ο κινηματογράφος έχει ασχοληθεί αρκετά συχνά. Αποτελούσε ευκαιρία για ηθοποιούς, σκηνοθέτες, διευθυντές φωτογραφίας, να δείξουν τις ικανότητές τους. Αν χρειαζόταν, οι πρώτοι έμπαιναν σε διαδικασία να προκαλέσουν ακραίες ψυχοσωματικές αλλαγές στον εαυτό τους. Η μέγιστη εμπλοκή με αυτούς τους ρόλους αρέσει στα μέλη της ακαδημίας, όχι άδικα, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, τυποποιήθηκε. Γι’ αυτό ίσως τέτοιοι ρόλοι έχουν αραιώσει τώρα τελευταία. Δεν τους ευνοεί και η ανελέητη επίθεση των ειδικών εφέ. Παράλληλα, υπάρχει και άλλη ευκαιρία, να θυμηθεί το κοινό ότι δίνονται συγκλονιστικές μάχες εκεί έξω, με πολύ σοβαρά θέματα υγείας που δεν έχουν οριστική θεραπεία, ακόμη. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί, ευτυχώς, και με ρόλους σχετικούς με το ευρύ φάσμα του αυτισμού. Έχουν απονεμηθεί Όσκαρ όπως στον Dustin Hoffman για το Rain man το 1989 και στον Tom Hanks για το Forrest Gump το 1995.
Επιστρέφοντας στον Άντονι Χόπκινς, είχε πολύ καιρό να συζητηθεί για μια σπουδαία εμφάνιση με μεγάλες πιθανότητες βράβευσης, μετά την κορυφαία ερμηνεία του στη «Σιωπή των αμνών» (The silence of the lambs, 1991, πρώτο Όσκαρ) του Ντέιβιντ Φίντσερ (David Fincher) και άλλων που ακολούθησαν, όπως στα «Απομεινάρια μιας μέρας» (The remains of the day, 1993, υποψήφιος) του Τζέιμς Άιβορι (James Ivory). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έκανε εκπτώσεις στις ερμηνείες του, όπως έχει συμβεί με ορισμένους άλλους. Ένα κάποιο ερωτηματικό, για επόμενο κείμενο.
Καταπιάστηκε λοιπόν με ένα θέμα που έχει ήδη καλυφθεί και κατάφερε να το παρουσιάσει σαν καινούριο. Μεγάλο ρίσκο, να χαθεί η ερμηνεία του ανάμεσα σε τόσες άλλες. Η Τζούλιαν Μουρ (Julian Moore) είχε υποδυθεί το 2014, στο “Still Alice”, μια μητέρα τριών παιδιών που έχανε σταδιακά την επίγνωση των δικών της ανθρώπων και τις γνώσεις της ως καθηγήτρια γλωσσολογίας, εξαιτίας της νόσου Αλτσχάιμερ. Κέρδισε Όσκαρ, όμως άλλα συστατικά της ταινίας παρέμεναν μέτρια έως καλά το πολύ, ενώ στο “Father” τα αντίστοιχα είναι προσεγμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι ο σκηνοθέτης (Florian Zeller) και οι σεναριογράφοι (Christopher Hampton, Florian Zeller) οφείλουν να ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν.
Η ταινία και προ πάντων το σενάριο, ξεκινούν από ένα ήδη κρίσιμο σημείο, στο οποίο το νευρολογικό πρόβλημα δεν εξελίσσεται πλέον αργά και σταθερά αλλά επιταχύνεται, αποσπώντας τελικά τον ασθενή τόσο από το περιβάλλον του, όσο και από τον εαυτό του.

Ο Άντονι Χόπκινς ακούει κλασική μουσική φορώντας ακουστικά, αλλά λίγα δευτερόλεπτα μετά τον διακόπτει ένας διάλογος και από το περιεχόμενό του που αποπροσανατολίζεται γρήγορα, θα καταλάβουμε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Σε πολλές σκηνές, κάτι συμβαίνει για πολύ λίγο, σχεδόν στιγμιαία. Τόσο όσο, για να υποδηλώσει ότι αυτό που θα ακολουθήσει επιδεινώνει την κατάσταση. Η μουσική, φαίνεται ότι τον ηρεμούσε όταν ήταν νεότερος, ενώ αργότερα κρατούσε σε κάποια συγκρότηση το νου του, για χρόνια ίσως. Από τη στιγμή που θα βγάλει τα ακουστικά, δεν τον ξαναβλέπουμε να ασχολείται με μουσική, έχοντας ήδη χάσει το νήμα που τον συνέδεε μ’ αυτή.
Άλλη πολύ σημαντική σκηνή δευτερολέπτων, η οποία όπως διαπιστώνει ο θεατής στη συνέχεια, θα αποκτήσει καθοριστική σημασία, είναι η φευγαλέα εμφάνιση ενός πίνακα, πάνω από ένα τζάκι. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εξελίσσεται μέσα σ’ ένα διαμέρισμα με αρκετά έργα ζωγραφικής και επίπλωση η οποία, αν και έχει περισσότερη σχέση με το παρελθόν παρά με το παρόν, φανερώνει προηγούμενη επιτυχημένη επαγγελματική πορεία και οικονομική άνεση και γνώσεις και ευαισθησίες. Ο ήρωας λοιπόν δεν βρίσκεται στο μέσο όρο, κάποτε έδινε εντολές, είχε τον έλεγχο. Κάποιες στιγμές του ξεφεύγει και μιλάει όπως τότε, προς υφισταμένους, πιο κοφτά.
Καθώς μπαίνει λοιπόν σ’ ένα δωμάτιο, αυτό με το τζάκι, καταγράφεται η κάτω δεξιά γωνία ενός πίνακα. Αλλά, επειδή και πάλι θα εξελιχθεί ένας διάλογος, έξω στο διάδρομο, ο Χόπκινς βγαίνει σχεδόν αμέσως από το δωμάτιο.
Αν υποψιαστείτε ένα κλειστοφοβικό δράμα δωματίου, θα πέσετε έξω. Το σπίτι είναι ευρύχωρο, με μεγάλα παράθυρα, το φως κυκλοφορεί. Στο μεταξύ, είναι πολλές οι εναλλαγές ανθρώπων που κινούνται γύρω από τον Χόπκινς, αλλά οι ταυτότητές τους θολώνουν, μέσα από άριστη σκηνοθεσία και μοντάζ που μας κάνουν να αμφιβάλλουμε αν η κόρη του είναι μόνο μία, αν ο σύζυγός της είναι ένας συγκεκριμένος (αν υπάρχει άλλος, είναι της άλλης κόρης, ή αποτελεί μια αδιόρατη απειλή από έναν άγνωστο;), ακόμη και κατά πόσο το διαμέρισμα αυτό ανήκει στον ίδιο ή την κόρη του (σε ποια κόρη του;). Ο ένοικος είναι τελικά ένας ή αρκετοί περισσότεροι; Ούτε η χρονική σειρά όσων συμβαίνουν είναι εγγυημένη. Εξαιρετικοί όλοι οι ηθοποιοί που συμβάλλουν στη δημιουργία θολών εντυπώσεων, όχι μόνο στο νου του ήρωα, αλλά και προς τους θεατές. Η Ολίβια Κόλμαν (Olivia Colman, Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου το 2019 για την «Ευνοούμενη», “The Favourite”, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου) είναι η κόρη, αλλά είπαμε, είναι μία; Ο σύζυγός της που φέρεται πολύ αντιφατικά, στη μια σκηνή βοηθώντας και στην άλλη ασκώντας λεκτική βία στα ξαφνικά, είναι ο ίδιος άνθρωπος; Επιτέλους, ποιοι είναι όλοι αυτοί και γιατί έχουν όλοι κλειδιά, με αποτέλεσμα να τους βρίσκει να κάθονται στο σαλόνι ή να φέρνουν ψώνια οποιαδήποτε ώρα της ημέρας;

Όλο αυτό σχετίζεται με τον πίνακα. Σε άλλη μια στιγμιαία σκηνή, φαίνεται σχεδόν στο σύνολό του και μάλλον ένα κορίτσι ή μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα, περπατά ή μήπως χορεύει, σ’ ένα λιβάδι πράσινο και γαλάζιο, ή μήπως υπάρχουν και δέντρα, ή ένα δέντρο μόνο που έχει και κόκκινα φθινοπωρινά φύλλα; Είναι δέντρο ή μόνον ένα απλό φόντο; Η κάμερα κινείται και η εντύπωση δεν παραμένει, όπως γίνεται με όλες τις εντυπώσεις του ήρωα από αυτό το σημείο και πέρα. Ώσπου έρχεται μια στιγμή, απότομα, στην οποία ο τοίχος είναι άδειος, διαθέτει μάλιστα το ίχνος του πίνακα, περιμετρικά. Ο ήρωας μαθαίνει άμεσα ότι ποτέ δεν υπήρξε πίνακας σ’ αυτό τον τοίχο, γιατί αυτό δεν είναι το σπίτι του. Μα… το ίχνος του πίνακα φαίνεται πάνω στον τοίχο! Και πώς γίνεται να μην είναι αυτό το σπίτι μου; Και γιατί θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια το θέμα του πίνακα; Μήπως η περίμετρός του, αποτυπωμένη στον τοίχο λόγω πολυκαιρίας, συμβολίζει μια πολύ σημαντική ανάμνηση που μόλις χάθηκε; Χάθηκε μάλιστα μαζί της και η ανάμνηση του σπιτιού, στο οποίο έμεναν όταν το παιδί (τα παιδιά;) ήταν μικρό; Η σύζυγος του ήρωα και μητέρα της κόρης τους, ή των δύο κοριτσιών, ίσως είναι αυτή που απεικονίζεται συμβολικά στον πίνακα που λείπει ξαφνικά. Καθώς έχει πεθάνει αρκετά χρόνια πριν, αποτελεί ανάμνηση που κινδυνεύει να διαγραφεί.
Εκτός από την αναζήτηση αναμνήσεων για τον πίνακα, ας μην πούμε άλλες λεπτομέρειες για το θέμα της απώλειας της χρονικής συνέχειας, ανακαλύψτε τες, υπάρχουν κι άλλες.
Το βλέμμα του Άντονι Χόπκινς περιέχει όχι μόνον έκπληξη για κάθε πρόσωπο ή κατάσταση που μόλις διαπίστωσε ότι δε γνωρίζει καλά ή δεν θυμάται, αλλά και απογοήτευση, γιατί αντιλαμβάνεται ότι, όπου να ΄ναι, θα αναγκαστεί να ζητήσει βοήθεια, αλλά για ποιο λόγο; Γιατί υπήρχαν και άλλα συναισθήματα, που αντιστοιχούσαν σε κάθε ανάμνηση που θολώνει ή χάθηκε, τα οποία έχουν σκορπίσει και δεν συνδέονται με οτιδήποτε. Παράγονται και συναισθήματα, τα οποία κατευθύνονται σε όσους και όσες του «χτυπούν» συμβάντα που ξεχνά, αλλά δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Θέλει να του αποδείξουν πώς έγινε και ξέχασε πάλι κάτι, τώρα μόλις, αλλά αυτοί δεν έχουν χρόνο, τα θεωρούν όλα αυτονόητα. Από τον περίγυρο υπάρχει μόνον ένα συνεχόμενο αίτημα, να θυμηθεί το ένα ή το άλλο έτσι, από μόνος του, αλλά αυτός θέλει κάτι καλύτερο, θέλει και να τον προστατέψουν και να διατηρήσει την ανεξαρτησία του. Το μόνο που συμβαίνει τελικά είναι ότι χάνει γρήγορα την εμπιστοσύνη του προς όσους κινούνται γύρω του και μάλιστα χωρίς να θυμάται ακριβώς το γιατί. Είναι βαρύ, να αμφιβάλλεις αλλά να μη θυμάσαι τόσο καλά γιατί αμφιβάλλεις.
Σ’ αυτό τον τοίχο ενδέχεται να υπήρξε κάποτε ένας πίνακας, αλλά δε μπορώ να το αποδείξω. Τον έχει δει και το κοινό, ίσως θα μπορούσε να με βοηθήσει. Υποψιάζομαι ότι αυτοί που μου λένε ότι ο πίνακας δεν υπήρξε ποτέ στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, αλλά στο προηγούμενο, ίσως με υπονομεύουν και αποσπούν περιουσιακά στοιχεία και τελικά και το ίδιο το σπίτι, αλλά δε μπορώ να το αποδείξω. Την ίδια στιγμή, ισχυρίζονται ότι με φροντίζουν και κοντεύει να εξαντληθεί η υπομονή τους, αλλά ποιος τους ζήτησε οτιδήποτε;
Φαίνονται αυτά στα μάτια του, είναι μια σπάνια ερμηνεία. Στο μεταξύ, μήπως έχουμε αποκτήσει όλοι τέτοιου είδους πρόβλημα, μέσες-άκρες;
Για τη δημιουργία κειμένων και εικόνων δεν χρησιμοποιούνται προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και ούτε πρόκειται.