Λοιπόν, αυτή η ταινία είναι η καλύτερη αφορμή για να γίνει αναφορά στη Jodie Comer. Και στον Austin Butler. Και στον Tom Hardy. Και στον Michael Shannon. Πρώτα στην πρώτη όμως.
«Κανονικά», έπρεπε να αντιληφθώ τη δουλειά αυτής της απίθανης περίπτωσης ανθρώπου από την αρχή. Ας πούμε ότι η αρχή θα γινόταν με το τελευταίο μέρος των εννέα πρώτων ταινιών των Starwars, το “Skywalker – Η άνοδος”, αλλά εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι η Jodie Comer θα ήταν σχεδόν αδύνατο να μείνει στη μνήμη. Χάνεται σε μια πτυχή της προσπάθειας να καλυφθούν οι απορίες που περνούσαν από ταινία σε ταινία. Έπρεπε να βρεθεί διέξοδος στο πρόβλημα σχετικά με την κατάληξη του Luke Skywalker. Συνέβαινε αυτό και άλλες τρεις χιλιάδες πράγματα, προκειμένου να κλείσει η πορεία που ξεκίνησε το 1977, με διακυμάνσεις της ποιότητας. Αυτό, να πω ότι είναι θέμα που θα αναπτυχθεί οπωσδήποτε. Αυτούς που έφτιαξαν ορισμένα μέρη του franchise έτσι όπως τα έφτιαξαν, τους έχω πολλά μαζεμένα, προειδοποιώ.
Ήταν λοιπόν ένα θέμα, γιατί να σταθεί και να αναρωτηθεί κάποιος/κάποια «…ποια είναι αυτή;;;;;;;». Εκτός αν τη γνώριζε ήδη. Θα μπορούσε, κυρίως από το “The White Princess”, τηλεοπτική σειρά του 2017. Αλλά όχι. Έχουμε δει πολλές παραγωγές με θέματα από τη Βρετανική ιστορία. Οι περισσότερες είναι φροντισμένες στην εντέλεια, αλλά δεν υπάρχει τόσος χρόνος και για τη συγκεκριμένη δεν έγινε αρκετός θόρυβος.
Όμως, για το “Killing Eve”, υπήρχε και θα υπάρχει χρόνος. Ποιος/ποια σεναριογράφος κάθισε και σκέφτηκε ότι, ένα κατασκοπικό θρίλερ που θα γινόταν όλο και πιο twisted όσο θα περνούσε ο καιρός, θα είχε δύο ισάξιες συμπρωταγωνίστριες, με την κλασική συνταγή του νομίσματος που έχει δύο όψεις. Ένα εγχείρημα που έπρεπε να το φέρουν σε πέρας σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες και θα σάρωνε σε θεαματικότητα.
Απίστευτη και η Sandra Oh, εγγύηση, αλλά η Jodie Comer ταυτίζεται με τον ρόλο σε τέτοιο βαθμό, σα να γνωρίζει την περίφημη βιωματική μέθοδο που δίδαξε ο Stanislavski στο Actor’s studio, ενώ είναι αυτοδίδακτη. Έχουμε δει πολλές φορές ένα είδος επαγγελματία δολοφόνου χωρίς κανέναν απολύτως ηθικό φραγμό, με ένα προσωπικό αξιακό σύστημα εντελώς άρρωστο. Αλλά εδώ, οι στιγμιαίες, ανεπαίσθητες εκδηλώσεις ενός καμένου εγκεφάλου, για κάποια κλάσματα δευτερολέπτου και από κάποια μισόλογα, όπως το ήθελε το αριστοτεχνικό σενάριο στον πρώτο κύκλο, έφτιαξε κάτι σαν μια ανανεωμένη εκδοχή ενός θηλυκού Hannibal Lecter. Με ελάχιστες συσπάσεις στο πρόσωπο, αφήνει ίχνη για ένα εντελώς άθλιο παρελθόν, το οποίο θα δικαιολογούσε ίσως την κατάστασή της. Υποδειγματικός και ο Kim Bodnia στον ρόλο του χειριστή της.
Δε θα αποφύγω να επισημάνω ότι ο πρώτος κύκλος είναι υποδειγματικός, ακολουθούμενος από ένα δεύτερο και έναν τρίτο πολύ καλούς, αλλά λίγο κατώτερους. Μόνο στον τέταρτο κύκλο έχουμε κορύφωση και closure αντάξιες του σκατένιου δράματος και του κατακερματισμού της ψυχής των πρωταγωνιστριών, η σύλληψη του οποίου αποτελεί άλλωστε τον πυρήνα της επιτυχίας της σειράς στο σύνολό της. Ο ρόλος της Sandra Oh κατέρχεται σε περιοχή της ψυχής που δε θα ήθελε να βρει ότι φέρει μέσα της, εκτός κι αν συναντούσε ένα διαταραγμένο άτομο που ασκεί αυτή την ακατανόητη αρχικά έλξη επάνω της. Ο ρόλος της Jodie Comer είναι εξ ορισμού μέσα στα σκατά, αλλά βλέπει ένα ανεξήγητο ασθμαίνον φωτάκι κάπου πολύ ψηλά, σαν πυγολαμπίδα, και ξεκινά να έλκεται από αυτό. Ανεβαίνει προς τη Sandra Oh αλλά η άνοδος θα είναι τόσο απλή; Τα εγκλήματα που έχει κάνει κατά παραγγελία, έχουν κάποιο ειδικό βάρος. Ό,τι έγινε, έγινε.
Καλό θα ήταν επίσης να μάθουμε κάποτε γιατί κάθε κύκλος έχει περισσότερους από έναν σκηνοθέτες ή/και σκηνοθέτριες, με αποτέλεσμα να είναι συνολικά έντεκα για όλους τους κύκλους! …Πώς έγινε αυτό; Ήταν απόλυτη η επιτυχία του πρώτου κύκλου, γιατί δε κράτησαν τον Damon Thomas; Εκτός αν έτσι ήταν προγραμματισμένο.
Έχοντας λοιπόν γίνει αντιληπτή, επιτέλους, από το ”Killing Eve” και αποτελώντας πρώτο όνομα πλέον, η Jodie Comer αναλαμβάνει διαδοχικά ρόλους οι οποίοι δεν είναι όλοι τους ιστορικών διαστάσεων, αλλά ένας είναι κορυφαίος: ο πρώτος γυναικείος ρόλος στο “Bikeriders”, τον οποίο, όπως έχει πει η ίδια, τον κέρδισε στο Los Angeles σχεδόν κατά τύχη, άυπνη, παίρνοντας μέρος στην ακρόαση κατευθείαν μετά από πολύωρη πτήση και προερχόμενη από μουσικό φεστιβάλ στην Ισπανία.

Για τέτοιο ρόλο, αυτό έπρεπε να συμβεί: μια απλοϊκή επαρχιώτισσα, επειδή έτσι αξιολογούσε και η ίδια τον εαυτό της ως εκείνο το αναθεματισμένο βράδυ, παρασύρεται σε κέντρον νυκτερινής διασκεδάσεως από πιο ενημερωμένη φίλη της. Δεν είναι τόσο απλοϊκή τελικά και λοξοδρομεί άμεσα γιατί το ’χει στο αίμα της. Είναι τόσο ολοκληρωμένη η κλίση της, που μπορεί και ελέγχει, παντελώς οριακά όπως πολύ γρήγορα αποδεικνύεται, τον χειρότερο bikerider όλων, τον οποίο υποδύεται ο Austin Butler. Ο οποίος έχει εμφανείς αυτοκαταστροφικές και αυτοκτονικές τάσεις, με παραβατική και βαριά αντιθετική συμπεριφορά, σε σημείο που θα έστηνε καβγά από το πουθενά, ακόμη και με πορτοκαλί πεταλούδα πάνω σε κίτρινο τριαντάφυλλο (μια ειδυλλιακή εικόνα δωρεάν, έτσι, για το επιχείρημα).
Ο οποίος Austin Butler, παρεμπιπτόντως, μόλις είχε τελειώσει τα γυρίσματα για το DUNE II. Αυτή η μετάπτωση από το ένα σύμπαν στο άλλο δείχνει τεράστιο ερμηνευτικό εύρος και μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλο ηθοποιό, αν γίνουν σωστές επιλογές στο μέλλον.
Το ίδιο ισχύει και για τη Jodie Comer. Οι τρελές απαιτήσεις του ρόλου της στο “Killing Eve”, θα ’λεγε κανείς ότι θα την εξαντλούσαν, καθώς ο ρόλος της έπρεπε να περνά από τον ένα φόνο στον άλλο, αρχικά χωρίς ηθικό φραγμό, αλλά με μια σταδιακή επίγνωση ότι όλο και πιο πυκνό σκοτάδι μαζεύεται. Το οποίο άρχισε να γίνεται αντιληπτό μόνο και μόνο γιατί την πλησίασε το φως της Sandra Oh με την τακτοποιημένη ζωή, όπως φαινόταν έως αυτό το σημείο. Αυτό δεν είναι όλο, όχι βέβαια. Εμπλέκονται περισσότεροι παράγοντες με διασπασμένο, σκοτεινό, αμοράλ παρελθόν, και πάλι στην πλειοψηφία τους γυναίκες που κινούν νήματα. Υπερβολικά πολλά νήματα.
Κι όμως, δεν εξαντλήθηκε. Πρώτα γιατί είναι μια σπάνια περίπτωση αυτοδίδακτης ηθοποιού με εξαιρετικό επαγγελματισμό και αφοσίωση και ύστερα γιατί στο “Bikeriders” δεν είναι φιγούρα ενός θεάτρου σκιών και δεν εξαρτάται από παίκτες στο παρασκήνιο. Αυτή τη φορά είναι μόνη της, οι συνέπειες έρχονται μόνο μετά από δικές της αποφάσεις, ανακατεμένες με ένα περίεργο ποσοστό άγνοιας κινδύνου, Αυτό δίνει υποψίες για ένα παλαιότερο προβληματικό περιβάλλον, στο οποίο όμως δεν γίνεται αναφορά. Είναι ένα μικρό σεναριακό μειονέκτημα.
Επηρεάζει μάλιστα τόσο πολύ τον Austin Butler, ώστε καταφέρνει να τον βάλει στον ίσιο δρόμο, αν και αυτό δεν αποτελεί spoiler γιατί είναι και δεν είναι έτσι. Έχει την πεποίθηση ότι θα τον αλλάξει, ενώ βλέπει ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με εγγενές ελάττωμα. Δε θα τα πούμε όλα, δείτε κι εσείς το“Bikeriders”. Αξίζει.

Αξίζει, μεταξύ άλλων, γιατί δείχνει ποια ήταν η κατάσταση σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα στις ΗΠΑ για τρεις περίπου μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν δυστυχώς, ένα αξεπέραστο ύφος και ένας τρόπος ζωής για ήρωες, κατέληξε να ξεπουληθεί από τους ίδιους που έφτιαξαν τον μύθο, με αντάλλαγμα παθολογικό ναρκισσισμό, ακόμη πιο βαθύ σκοτάδι και αθλιότητες που σε κάνουν να μη θέλεις να ξανασκεφτείς τον «επαναστάτη χωρίς αιτία» μέσα σου. Κατάσταση την οποία η ταινία όχι μόνο δεν αποκρύπτει, αλλά την τονίζει κιόλας. Αποστολή που ανατίθεται ερμηνευτικά στον Tom Hardy, ο οποίος τη φέρνει σε πέρας στην εντέλεια. Ναι, δείτε την ταινία και γι’ αυτόν, για τον ρόλο του και τι αυτός σημαίνει. Αν ήμασταν στη δεκαετία του ’70 θα ήταν όλοι τους από τώρα υποψήφιοι για Όσκαρ, αλλά η πληθώρα παραγωγών και ο αδιανόητος ανταγωνισμός που ισχύει αυτή τη στιγμή, περιλαμβάνοντας βέβαια και τις μεγάλες τηλεοπτικές παραγωγές, δημιουργεί θέμα σε έργα με κάποια σημασία, όπως αυτή η ταινία.
Πολλά μπράβο επίσης για την ανασύσταση των εποχών, όχι της εποχής. Η ιστορία καλύπτει δεκαετίες, όχι ένα ή δύο χρόνια. Υπάρχει ατελείωτο οικονομικό αδιέξοδο που φαίνεται σε αφρόντιστα κτίρια, αυτοκίνητα, άδεια εργοστάσια. Οι άνθρωποι έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι σχεδόν δεν ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν, είναι αλκοολικοί και το μόνο «θετικό» είναι ότι αντέχουν την πολλή βία, είτε ως θύτες, είτε ως θύματα. Επιβεβαιώνονται μόνο αν είναι χτυπημένοι. Άσχημα. Σε αντίθεση, κάποιοι από αυτούς γίνονται εμπειρικά πολύ καλοί μηχανικοί. Γίνονται αναφορές στις μηχανές τους, καθώς τις έχουν φτιάξει ή τις έχουν τροποποιήσει μόνοι τους, ως μια μορφή απόλυτης σχέσης που δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο του μύθου που έφτασε να ζει ως σήμερα, ως ένα επίτευγμα προσωπικής τεχνικής το οποίο τελικά πλησιάζει να αναγνωριστεί ως τέχνη. Σύμφωνα με τα γεγονότα που εξιστορούνται στην ταινία, οι περισσότεροι υπέφεραν από κάποια επιπλέον ιδιορρυθμία, κάτι επιβαρυντικό, κάποιο βαρύ προσωπικό πρόβλημα. Ο Michael Shannon υποδύεται έναν από αυτούς, πολύ χαρακτηριστικά. Εξαιρετικός ηθοποιός με πάρα πολλές εμφανίσεις και δεύτερους ρόλους δίπλα σε κεντρικούς πρωταγωνιστές, ελπίζω να βρεθεί ένας κορυφαίος πρωταγωνιστικός ρόλος στη διαδρομή του, σύντομα.
Τέλος, επισημαίνεται ότι πρόκειται για ανθρώπους που υπήρξαν στ’ αλήθεια. Η ταινία βασίζεται στις ζωές τους, οι οποίες αποτυπώθηκαν μέσα από τον φακό του φωτογράφου Danny Lyon και οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές είναι συγκεντρωμένες στο βιβλίο του, “The Bikeriders”.
Η ταινία δεν είναι blockbuster, ανήκει στην κατηγορία όσων λειτουργούν από λίγο και μακροπρόθεσμα. Πάντα υπάρχουν σπουδαία έργα τα οποία δεν έχουν προβληθεί τόσο πολύ όταν έπρεπε, γι’ αυτό περιμένουν και ανακαλύπτονται από όσους κυνηγούν μόνο θησαυρούς και τίποτε λιγότερο.
Για τη δημιουργία κειμένων και εικόνων δεν χρησιμοποιούνται προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και ούτε πρόκειται.