Dune II

Όταν, πριν λίγα χρόνια, είχε ανακοινωθεί ότι θα γίνει και πάλι απόπειρα να μεταφερθούν στον κινηματογράφο τα πρώτα τουλάχιστο βιβλία του “Dune” (dunes, αμμοδίνες, στους ατελείωτους αμμόλοφους του Αρράκις), δύο σκέψεις προέκυψαν: «ωχ, θα χάσουν τα λεφτά τους» και «ποιος θ’ ασχοληθεί πάλι, να μεταφέρει αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα από τα βιβλία στην οθόνη;»

Ερωτήματα αλληλένδετα και απολύτως αιτιολογημένα, για όσους είχαν διαβάσει έστω και ελάχιστες σελίδες των βιβλίων, ή είχαν δει έστω και ελάχιστα λεπτά από την προηγούμενη προσπάθεια μεταφοράς στον κινηματογράφο.

Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο αξίζει τον κόπο να σταθούμε: για κάποιον μυστήριο λόγο ο οποίος ακόμη ερευνάται, ο Ντέιβιντ Λυντς (David Lynch), αυτή η μοναδική περίπτωση σκηνοθέτη που επινόησε ένα μίγμα thriller με έντονα στοιχεία psychobilly και μεταφυσικής αγωνίας, για να μην πω τρόμου, αποφάσισε ότι τον ενδιαφέρει το έπος του “Dune”. Ο  Λυντς έχει ήδη εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία του κινηματογράφου με τα “blue velvet” (1986) και “Mallholand drive” (2001), μεταξύ άλλων, όπως και μια θέση στην ιστορία της τηλεόρασης με την σειρά “twin peaks” (1990-1991, 2017), αλλά η διαμόρφωση αυτού του ύφους δεν ήταν γνωστή το 1984, εκτός ίσως από τον ίδιο.

Ανυποψίαστο τότε το κοινό, όχι μόνο στην Ελλάδα, προσήλθε διστακτικά στις κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς ούτε η αποδοχή των βιβλίων του “Dune” ήταν μαζική, ούτε ο Λυντς είχε αναγνωριστεί αμετάκλητα. Το κοινό, με το δίκιο του, ανέμενε κάτι «καλό» και λίγο πρωτότυπο, καθώς ο πήχυς είχε ήδη ανεβεί ψηλά, λόγω της αδιανόητης επιτυχίας του «πολέμου των άστρων» (από το 1977), αλλά και άλλων ταινιών και σειρών, με τις οποίες διαμορφώθηκε αργότερα η έννοια του franchising. Ακόμα και η επιτυχία άλλων ταινιών φαντασίας, χωρίς να είναι «επιστημονική», όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς (από το 1981), άρχιζε να δημιουργεί προσδοκίες ότι εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.

Πολύ ωραία, με τη διαφορά ότι ήδη από το πρώτο λεπτό παρακολούθησης της εκδοχής του “Dune” από τον Λυντς, έγινε φανερό ότι η ταινία απευθυνόταν σε υπερβολικά εσωτερικευμένους, σκεπτόμενους και διαβασμένους θεατές. Δημιουργούσε μια περισσότερο από όσο θα έπρεπε βαριά ατμόσφαιρα, τόσο βαριά ώστε να εμποδίζει οριακά την παρακολούθηση. Την ίδια στιγμή γινόταν αντιληπτό ότι ήταν εξαιρετικά φροντισμένη και στο μεταφυσικό συστατικό που αιτιολογεί μεγάλο μέρος της πλοκής, βασικό για το ύφος των βιβλίων, επομένως και για τη μεταφορά τους στην οθόνη.

Μια από τις πολλές πτυχές αυτής της αντιφατικής κατάστασης την οποία δεν κατάφερε να εξισορροπήσει ο Λυντς, ήταν ότι τα βιβλία φέρουν και μεταφέρουν στον αναγνώστη αυτό το ειδικό βάρος, απαραίτητο για να κατανοηθεί η κρισιμότητα των μελλοντικών ιστορικών γεγονότων μετά την εξάπλωση της ανθρωπότητας σε άλλους πλανήτες. Η οποία ανθρωπότητα, δεν έχει καμιά πρόθεση να σταματήσει να βασανίζεται από εγγενή ελαττώματα και θανάσιμα αμαρτήματα, ενώ υποτίθεται ότι η έξοδος από τη Γη έγινε, εν μέρει έστω, για να αφήσει πίσω της όλο αυτό το σκοτάδι που η ίδια δημιούργησε. Κι όμως, το πήρε πάλι μαζί της και στις καινούριες γαίες, προσαρμόζοντάς το αναλόγως των συνθηκών.

Στο παντελώς αφιλόξενο περιβάλλον του Αρράκις και ενώ ο πλανήτης είναι φαινομενικά άχρηστος, τα ατελείωτα κοιτάσματα του ορυκτού με τη συμβολική ονομασία “spice” δίνουν την ευκαιρία για να αναπτυχθούν κάθε είδους συνωμοσίες. Οι αντίξοες συνθήκες επιβαρύνουν από μόνες τους το κλίμα και έρχεται μια σειρά πολέμων και δολοφονιών να το επιδεινώσουν. Όχι με τον τρόπο του αστυνομικού μυθιστορήματος, του θρίλερ ή μιας πολεμικής περιπέτειας, αλλά με τον τρόπο που το οικοδομούν μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς, των οποίων τα έργα ανεβαίνουν συνεχώς, για χιλιάδες χρόνια.

Πρόκειται βέβαια για τους Ευριπίδη, Σοφοκλή και Αισχύλο, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τον κύκλο των Ατρειδών. Περισσότερο και μέσα από τις τραγωδίες που έγραψαν, γιατί ασχολήθηκαν και οι τρεις με τη συγκεκριμένη οικογένεια, έχουμε κάποια εξοικείωση με τον Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα και τρία από τα παιδιά τους, την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τον Ορέστη. Όλοι τους είναι Ατρείδες, των οποίων το αρχαίο γενεαλογικό δένδρο ξεκινά από τον ίδιο τον Δία. Όπως, κατά τον Φρανκ Χέρμπερτ (Frank Herbert), Ατρείδες είναι και ο Πωλ (Παύλος), κεντρικός ήρωας που τον υποδύεται στις νέες ταινίες ο  Τιμοτέ Σαλαμέ (Timothée Chalamet) και βέβαια ο πατέρας του, Λίτο Ατρείδης (Oscar Isaac), ο οποίος δολοφονείται σχεδόν από την αρχή του έπους. Ως συνέπεια, αναλαμβάνει ο Πωλ να αποκαταστήσει το όνομά τους γιατί αποτελούν έναν από τους οίκους ευγενών, αλλά και την κυριαρχία τους επί του Αρράκις. Αν και, από ένα σημείο και πέρα αποκαλύπτεται ότι ο Πωλ δεν είναι ακριβώς ο Ατρείδης που θα επιθυμούσε και ο ίδιος, αλλά ας μην προκαλέσουμε spoilers τόσο γρήγορα, γιατί προβλέπεται συνέχεια, ίσως για δεκαετίες.  

Ο Φρανκ Χέρμπερτ έχει γράψει τα πρώτα έξι βιβλία, ακολουθούμενος από τον γιο του, Brian Herbert και τον Kevin J. Anderson, οι οποίοι συνεργάζονται για την επέκταση του σύμπαντος του “Dune” άλλες φορές επάξια, άλλες όχι και τόσο, αλλά καταφέρνουν πάρα πολύ καλά να διατηρούν και να απλώνουν την αρχική, ιδιοφυή σύλληψη της ατμόσφαιρας απειλής και ανεξέλεγκτων παρορμήσεων.

Για την οποία ατμόσφαιρα, ο Φρανκ Χέρμπερτ κάνει ο ίδιος εμφανές ότι έχει εμπνευστεί από τις τραγωδίες του κύκλου των Ατρειδών.

Πράγμα το οποίο είχε ασφαλώς αντιληφθεί και ο Ντέιβιντ Λυντς, διακρίνοντας ότι  η αρχαία σύλληψη, όπως και αυτή του Φρανκ Χέρμπερτ, βρίσκονται σε μερική αλληλεπικάλυψη με το δικό του όραμα για την αποτύπωση του τρόμου που μπορεί να καταλάβει οποιονδήποτε που θα διαπιστώσει ότι βρίσκεται τελικά μόνος του μπροστά σε αιφνίδιο και τελικό υπαρξιακό αδιέξοδο, παράμετρος η οποία ίσως εξηγεί τη σκηνοθετική συμμετοχή του στο “Dune”.                 

Όραμα το οποίο μας φέρνει στον Ντενίς Βιλνέβ (Denis Villeneuve). Πρωτ’ απ’ όλα, θα πρέπει να μαθευτεί κάποτε με ποια διαδικασία αποφασίστηκε να σκηνοθετήσει το νέο “Dune”. Αν το αποφάσισαν άλλοι και του το πρότειναν, συγχαρητήρια σ’ αυτούς. Αν το ζήτησε ο ίδιος, και πάλι πολλά συγχαρητήρια. Φαινόταν από χρόνια, τουλάχιστο δέκα, ότι είναι πλέον σε θέση να αναλάβει κάποια ευθύνη από αυτές που, σε περίπτωση αποτυχίας, μάλλον θα εξαφάνιζαν επαγγελματικά οποιουδήποτε βεληνεκούς σκηνοθέτη. Φαινόταν από τα εξαιρετικά φιλμ “Prisoners” (2013), “Sicario” (2015), “Blade Runner” 2049 (2017) και το κορυφαίο “Arrival” που προηγήθηκε το 2016, τα οποία αξίζουν το καθένα μια ξεχωριστή ανάλυση.   

Όταν επενδύονται τόσα χρήματα στις ικανότητες συγκεκριμένων καλλιτεχνών, αναμένοντας μάλιστα και κέρδος, είναι γι’ αυτούς πραγματικός άθλος να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ έμπνευσης και καλλιτεχνικής ακεραιότητας από τη μια και οικονομικής αποδοτικότητας από την άλλη. Είναι πραγματική τρέλα και πολύ επικίνδυνο, καθώς η πρώτη ταινία ξεκίνησε την προβολή της το 2021, μέσα στην πανδημία, αποτελώντας μόνο μια εισαγωγή στο έπος του “Dune”, καθώς δεν κάλυπτε ολοκληρωμένα ούτε το πρώτο βιβλίο και θα μπορούσε να αποτύχει στη διαδικασία που έχει ανάγκη ο θεατής, της ταύτισης δικών του στοιχείων με στοιχεία του έργου που έχει απέναντί του. Διεργασία η οποία συμβαίνει στο παρασκήνιο του νου και της ψυχής του αν το έργο, οποιασδήποτε μορφής τέχνης και τεχνικής, είναι αρκετά καλό ώστε να την πυροδοτήσει. Κι όμως, με την αρτιότητα που χαρακτηρίζει πλέον την οπτική γωνία και τους χειρισμούς του Βιλνέβ, η ταινία αποτέλεσε παγκόσμια επιτυχία, κάτι που είχε καθοριστική επίδραση και στην υποστήριξη της έβδομης τέχνης στη διάρκεια μιας σπάνιας υγειονομικής κρίσης, τόσο επικίνδυνης, ψυχικά και σωματικά. Η διεργασία πραγματοποιήθηκε, οι θεατές βρήκαν πώς και με τι θα ταυτιστούν, σε διάφορο βαθμό, αλλά αυτό φέρνει και προσδοκίες για τη συνέχεια.

Τρία χρόνια μετά, όχι μόνο διατηρεί την ικανότητα κλιμάκωσης της πλοκής και της αγωνίας, αλλά και ένα σοφά υπολογισμένο μέρος της βαριάς ατμόσφαιρας που επινόησε ο Φρανκ Χέρμπερτ. Ο Ντέιβιντ Λυντς τη μετέφερε στην ταινία του ατόφια, αλλά ο Βιλνέβ τη μετρίασε αρκετά, ώστε να γίνεται ανεκτή από θεατές που δεν αντέχουν τέτοιες αποπνικτικές καταστάσεις· αλλά και αποδεκτή από όσους ενδιαφέρονταν να δουν πώς θα την αποδώσει, ώστε να μην προδώσει το πρώτο βιβλίο. Κράτησε, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών, τα βαριά οχυρωμένα κτίρια, τις τελετουργίες, τις ξαφνικές εντάσεις της εσωτερικής φωνής των Μπένε Τζέζεριτ, για την ιστορία των οποίων προβάλλεται ήδη ξεχωριστή τηλεοπτική σειρά. Η ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία του δεύτερου μέρους σε σύγκριση με το πρώτο, δείχνει ότι σωστά εκτίμησε, σωστά καθοδήγησε τους ηθοποιούς, σωστά επιβάρυνε το περιβάλλον του Αρράκις, τα οικοδομήματα, τους εσωτερικούς χώρους.

Ο Βιλνέβ, απ’ όσο είναι γνωστό, δεν έχει κάνει την παραμικρή αναφορά σε επιρροές από τις τραγωδίες του κύκλου των Ατρειδών, ίσως γιατί απλώς δεν του έχει τεθεί τέτοια ερώτηση, ίσως γιατί αφήνει το θέμα στους συγγραφείς, περισσότερο όμως γιατί βλέπει θρησκειολογικά στοιχεία που παραπέμπουν σε ορισμένες παραστάσεις από την παιδική του ηλικία, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος. Έχει άλλη αφετηρία, η οποία όμως δείχνει να λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά με αυτή του Φρανκ Χέρμπερτ.

Αναμένουμε βέβαια το τρίτο μέρος, από το δεύτερο πλέον βιβλίο, για να δούμε πώς θα διατηρήσει και θα επεκτείνει χρονικά αυτή τη μοναδική ατμόσφαιρα, ισορροπώντας και μετριάζοντάς τη χωρίς να την τυποποιεί.

Για τη δημιουργία κειμένων και εικόνων δεν χρησιμοποιούνται προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και ούτε πρόκειται.

Διαβάστε επίσης