Challengers

Μόλις είχε ανεβεί το trailer και ήδη, η υποψία έως βεβαιότητα, σχεδόν, ήταν ότι ο Λούκα Γκουαντανίνο (Luca Guadagnino) ανακάλυψε άλλη μια ξεχωριστή μορφή ήδη περίπλοκων σχέσεων που περιπλέκονται ακόμη πιο επικίνδυνα και ναι, αυτό ακριβώς συνέβη.

Πρώτα όμως διάλεξε άλλο ένα μη αναμενόμενο περιβάλλον, με την υποσημείωση ότι κάποια μέρα θα πρέπει να μάθουμε ποια είναι η συμβολή σεναριογράφων και σκηνογράφων σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα. Όπως είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο εκτός από το δικό μας γαλατικό χωριό, αν δεν είναι καλό το σενάριο, δεν ξεκινούν να γυρίσουν ούτε πέντε δευτερόλεπτα υλικό, έτσι, για δοκιμή. Και πάλι το παιδεύουν μέχρι να εξαντληθεί η παραμικρή πιθανότητα να μην καταφέρει να καθηλώσει τον θεατή από τα πρώτα, αν όχι από το πρώτο δευτερόλεπτο, κατευθείαν.

Λίγο πριν (2020) είχε ασχοληθεί με την τηλεόραση, σκηνοθετώντας τη σειρά “We are who we are”, στην οποία συνέβαινε ακριβώς αυτό.

Η γνωστότερη ταινία του είναι το “Call me by your name” (2017, Όσκαρ καλύτερου προσαρμοσμένου σεναρίου στην απονομή του 1018), στην οποία συνέβαινε ακριβώς αυτό.

Αν και θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτό το 2009, από το “I am love”, με την εκπληκτική Τίλντα Σουίντον.

Με την οποία συνεργάστηκε πάλι στο επίσης μη αναμενόμενο τότε (2015) “A Bigger Splash”, ταινία η οποία θα έπρεπε να προωθηθεί διαφημιστικά περισσότερο. Αν και το σενάριο, σε ορισμένες σκηνές, δημιουργεί αναπόφευκτους συνειρμούς με την «Πισίνα» του Jacques Deray, με τους Αλαίν Ντελόν και Ρόμι Σνάιντερ. Αποτελούν όμως μόνο μια αναγνώριση της σαρωτικής επίδρασης αυτής της ταινίας του 1969 και όχι απομίμηση.

Ακριβώς αυτό λοιπόν συμβαίνει στο “Challengers”, σε διοργανώσεις για επαγγελματίες αθλητές του τένις στις ΗΠΑ, που υποδύονται οι Mike Faist και Josh O’Connor. Το τένις εδώ είναι το μέσον για να ειπωθούν ορισμένα πράγματα για μια τριαδική σχέση, όπως το σκηνικό της άγριας δύσης ήταν το μέσον για να ειπωθούν αυτά που απασχολούσαν τον Κλίντ Ίστγουντ στους «Ασυγχώρητους». Όπως η νοο-τροπία επιστημονικής φαντασίας που είχε διαμορφώσει ο Άρθουρ Κλαρκ στο βιβλίο του, «2001: Οδύσσεια του διαστήματος», οδήγησε τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ να εκφράσει με εικόνες και σκηνικά χωρίς προηγούμενο, ποιητικές-φιλοσοφικές απόψεις, οι οποίες έμειναν στην ιστορία του κινηματογράφου.

Αυτές οι ταινίες δεν συγκρίνονται μεταξύ τους, ούτε με τις δουλειές του Γκουαντανίνο. Αποτελούν όμως παραδείγματα των εκφραστικών μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αφενός για να ξεχάσει ο θεατής για λιγάκι, τόσο δα, την οθόνη του κινητού του (τα είπαμε!), αφετέρου για να κατανοήσει ορισμένα πράγματα, στο βαθμό που το επιτρέπει η πολυδιάσπαση μεταξύ υποχρεώσεων και επινοημένων αναγκών, η οποία χαρακτηρίζει τη μεταβατική φάση που διανύουμε. Αργότερα θα γραφούν τόμοι γι’ αυτή την ιστορική καμπή, ή μάλλον πολλά terabytes. Αυτά, εντελώς επιγραμματικά.

Πού μείναμε; Είδατε, η πολυδιάσπαση, αυτά κάνει. Τα γήπεδα του τένις λοιπόν και οι ενδιάμεσες, υπολογισμένες με αρρωστημένη ακρίβεια προετοιμασίες και προπονήσεις, είναι το σκηνικό για να αντιληφθούμε την ακραία ανταγωνιστική σχέση αλλά και την παράλληλη εξάρτηση που καλλιεργούν οι τρεις πρωταγωνιστές, σε τρεις ισάξιους ρόλους. Αρχικά, ο θεατής ίσως νομίσει ότι η εξάρτηση αναπτύσσεται μόνον ως προς την Tashi Donaldson, την οποία ερμηνεύει η Zendaya, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Δε θα ειπωθούν περισσότερα, μόνον ότι συμβαίνουν πολλοί μικροί αιφνιδιασμοί, πολλές μικρές ανατροπές, σταδιακά. Όπως και σε όλες τις προηγούμενες δουλειές του, οι ανατροπές λειτουργούν, παράγουν αμηχανία, ερωτήματα, οριακές καταστάσεις, πιθανότητες για κάτι απροσδιόριστο που έρπει στο παρασκήνιο και μπορεί να δηλώσει από μόνο του συμμετοχή σε challenger αγώνα και να κερδίσει. Υπάρχει ένα ηφαίστειο, εμείς βλέπουμε τον κρατήρα, αλλά η έκρηξη προετοιμάζεται χιλιόμετρα πιο κάτω. 

Όχι ότι δεν υπάρχουν αδυναμίες. Υπάρχουν, όπως και στο “We are who we are” για παράδειγμα, στο οποίο, ενώ το πρωτότυπο περιβάλλον μιας αμερικανικής βάσης στην Ιταλία λειτουργεί τέλεια, ορισμένες διαδρομές του σεναρίου δεν αιτιολογούνται αρκετά, ή ορισμένες σκηνές δεν γυρίστηκαν, ή κόπηκαν στο μοντάζ. Αλλιώς κάποια πράγματα δεν εξηγούνται. Υπάρχει ελλειπτική αφήγηση, αλλά εκτός από σκόπιμη έλλειψη για να κινητοποιηθεί ο θεατής, έχει κενά. Αυτό το περίεργο μειονέκτημα που δεν είναι πέρα για πέρα μειονέκτημα, εντοπίζεται και στο “Challengers”. Κάποιες σκηνές, πολύ λίγες, όταν η ένταση κορυφώνεται, κάνουν τους ήρωες να φαίνονται πολύ επιπόλαιοι, βάζοντας σε κίνδυνο τους ίδιους, ίσως και τη συνοχή της ταινίας, ενώ σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή εκτελούν εξαντλητικούς υπολογισμούς για τις επόμενες κινήσεις τους.

Παρ’ όλ’ αυτά, έτσι γίνεται πολλές φορές και στους κρίσιμους αγώνες. Ενώ παίκτες που κάνουν πρωταθλητισμό και έχουν ευθύνες απέναντι σε χορηγούς φαίνονται απόλυτα και δια παντός συγκροτημένοι, τελικά κάνουν ένα απίθανο λάθος, πετάνε μια ρακέτα κι όπου προσγειωθεί, μαλώνουν με τον διαιτητή, τον προπονητή τους, μπορούν δηλαδή να γίνουν απρόβλεπτοι και να φταίνε οι ίδιοι. Ίσως για μια στιγμή, για ένα πλάνο, βγαίνουν από το επίπεδό τους και το κάδρο στο οποίο λειτουργούν επαγγελματικά και τότε είναι το κοινό που αφήνεται να ανακαλύψει το γιατί.

Ο Γκουαντανίνο μελετά αυτό το διαχρονικό πρόβλημα, ανθρώπων με εσωτερική συνέπεια κατά τα φαινόμενα, αλλά με μια ακατανίκητη ροπή όπως αποδεικνύεται στην πορεία, να βγουν ξαφνικά από το κάδρο, αιφνιδιάζοντας ακόμη και τον εαυτό τους, στον οποίο είχαν υποσχεθεί ότι δεν θα το ξανακάνουν.

Δεν γνωρίζουμε τι έχει υποσχεθεί ο σκηνοθέτης στον εαυτό του, αλλά ελπίζουμε να το ξανακάνει. Αλήθεια, η επανάληψη του ίδιου ελαττώματος δημιουργεί ύφος;

Για τη δημιουργία κειμένων και εικόνων δεν χρησιμοποιούνται προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και ούτε πρόκειται.

Διαβάστε επίσης