Ανόρα και ένας συσχετισμός με το Hangover

Είχα ήδη γράψει αυτό το κείμενο, όταν άρχισε η σειρά των σεισμών μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού και Ανάφης. Μάλλον δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στην Ελλάδα, μόνο να ελπίζουμε μπορούμε, θεωρητικά, μόνο. Και βέβαια ανησυχώ για τους κατοίκους των νησιών και την τροπή που πήρε η ζωή τους. Παράλληλα, καθώς ασχολήθηκα με μια ταινία που είναι πλέον οσκαρική, θυμήθηκα ότι η απονομή θα γίνει λίγο πιο μακριά από τις περιοχές που κάηκαν πρόσφατα. Πολύ αντίξοες συνθήκες, ενώ ούτε αυτή η διαπίστωση έχει τη δύναμη να συμβάλλει σε κάτι. Απλώς, δεν είμαι αλλού, τα κείμενα του blog δεν είναι αυτοσκοπός.

Πριν από τη βράβευση με χρυσό φοίνικα στο προηγούμενο φεστιβάλ των Καννών, μάλλον κανείς δεν είχε ακούσει για το «Ανόρα» (Anora). Λίγοι ειδικοί που προσκαλούνται σε προβολές για επαγγελματίες της κινηματογραφικής βιομηχανίας, θα γνώριζαν. Το ευρύ κοινό, αποκλείεται να είχε αντιληφθεί οτιδήποτε. Δε νομίζω ότι προηγήθηκε διαφημιστική εκστρατεία. Η ταινία δεν είχε γυριστεί με προϋπολογισμό αυτού του ύψους. Και όπως αποδείχθηκε, δε χρειαζόταν. Γενικά, όπως θα δούμε, οι συντελεστές της γνώριζαν πόσο επιδραστικό θα ήταν το υλικό που διέθεταν, υπό την προϋπόθεση ότι θα γινόταν σωστά η ανάδειξή του. Αυτό και έγινε, εκ των ενόντων. Ο Sean Baker, στη σκηνοθεσία, το σενάριο και το μοντάζ έχει τον έλεγχο. Ήταν μάλλον ένα προσωπικό στοίχημα, κερδισμένο, όπως δείχνει η ως τώρα πορεία.

Έφτασε στα φετινά Όσκαρ με έξι υποψηφιότητες: καλύτερης ταινίας της χρονιάς, καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερης ερμηνείας πρώτου γυναικείου ρόλου, καλύτερης ερμηνείας δεύτερου ανδρικού ρόλου, καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου, καλύτερου μοντάζ.

Όλες οι εικόνες κάθε άρθρου είναι διαθέσιμες στο e-shop, στις Χρωμοτυπίες.

Πρόσφατα, η Κέιτ Μπλάνσετ (Cate Blanchett), απαντώντας σε ερώτηση, ανέφερε ότι στον πρώτο «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», άπαντες είχαν πληρωθεί με σάντουιτς στα διαλείμματα. Μόνο. Οι συνέχειες ήταν ασφαλώς διαφορετικές. Πολύ πιθανό να έκανε πλάκα, αλλά… λες;;;; Αναλογικά, ας φανταστούμε ποιας μορφής διακινδύνευση αναλαμβάνουν οι άνθρωποι του κινηματογράφου, όταν δεν έχουν όνομα ακόμη, παρά μόνο καλλιτεχνική διαίσθηση και παρόρμηση που πλανάται στον αέρα. Μόνο.

Το «Ανόρα» δύσκολα κατατάσσεται σε ένα κινηματογραφικό είδος. Βρίσκεται κοντά στην κωμωδία; Αυτό είναι το πρώτο που έρχεται στο νου, αλλά λίγο αργότερα απορρίπτεται. Αυτά που συμβαίνουν στους ήρωες έχουν δραματικό υπόβαθρο, το οποίο φαίνεται. Συνήθως στις κωμωδίες δεν συμβαίνει αυτό, ή δεν βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.

Ίσως εδώ ταιριάζει να θυμηθούμε το “The Hangover” (2009) του Τοντ Φίλιπς (Todd Phillips), μετέπειτα σκηνοθέτη του “Jocker”, ο οποίος στην πρώτη ταινία άφησε να φανεί, ελάχιστα, ότι η παρέα του Λας Βέγκας δεν οδηγήθηκε σ’ αυτή την τρέλα εντελώς τυχαία, αλλά υπήρχε υπόβαθρο. Ο ήρωας του Ζακ Γαλυφιανάκη δοκιμαζόταν από γνωστικό έλλειμα σε όλη του τη ζωή. Ο γαμπρός Bradley Cooper, αν και το παρουσιαστικό του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη, ποτέ δεν ήταν συνεπής και βέβαιος για ό,τι έκανε, ελάττωμα που διατήρησε πάση θυσία έως και το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν καταφέρει να εμφανιστεί στον γάμο του. Σεναριακά αδιόρθωτος και μετά -η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Ed Helms, αν και οπλισμένος στο ρόλο του με ακλόνητο από πλευράς κοινωνικής αναγνώρισης επάγγελμα, είχε ένα ιστορικό καταπιεσμένων επιθυμιών και αυτοπεριορισμού. Το οποίο, πάντα με τη βοήθεια του σεναρίου, κάποτε θα οδηγούσε σε κάποιο ξέσπασμα. Καταλαβαίνει ότι έχει χάσει κι ένα δόντι, συμβολικά, στα πρώτα λεπτά. Ο Justin Bartha αποκλείστηκε στην ταράτσα γιατί ούτε αυτός είχε ποτέ αυτοέλεγχο, πρόβλημα αποκτημένο πολύ πιο πριν από τα ιστορικών διαστάσεων γεγονότα της πρώτης ταινίας. Αν και έτσι γλίτωσε από πολλά, άσε που ήταν ο απών πρωταγωνιστής. Είπαμε, χωρίς σενάριο δεν ξεκινούν το παραμικρό.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Ed Helms, την οποία, σκηνοθέτης και σεναριογράφος επαναφέρουν ένα σκαλοπάτι ψηλότερα στη δεύτερη ταινία της σειράς (2011). Από την εναρκτήρια μάλιστα σκηνή, πέφτει πάνω στην τραγική συνειδητοποίηση ότι έκανε ένα τατουάζ στο πρόσωπό του την προηγούμενη νύχτα (ή μέρα;), για το οποίο δε θυμάται τίποτε. Δεκτό, αν και εκνευριστικά cliché. Είπαμε ότι η ταινία είναι μέτρια; Δεν το είπαμε.

Πρόκειται για ευθεία αναφορά σε ανάλογο πραγματικό τατουάζ που έχει εδώ και πολλά χρόνια στο πρόσωπό του ο πυγμάχος Mike Tyson, ο οποίος συμμετείχε στην πρώτη ταινία. Πολύ επιτυχημένο, αποτέλεσε ολόκληρη επικοινωνιακή εκστρατεία από μόνο του. Με τα χρόνια απέφερε σταθερά τόση αναγνωρισιμότητα, ώστε αν δεν κάνω λάθος, το μετέτρεψε ακόμη και σε λογότυπο. Διπλά συγχαρητήρια, στον tattoo artist και σε όποιον αντιλήφθηκε ότι για τον Tyson θα έγραφε τέλεια στις κάμερες, καθώς αποτελεί μέρος της «σωστής γωνίας» του. Ελπίζω να αποδόθηκαν credits.

Το εκμεταλλεύτηκαν λοιπόν εμπορικά και καλά έκαναν, αλλά στην ταινία έχει διαφορετική εφαρμογή, μετατρέπεται σε σύμβολο απόλυτης επιπολαιότητας, χειρότερο από το δόντι που χάθηκε στην πρώτη ταινία. Μέσα σ’ ένα ετοιμόρροπο μπάνιο, ο Ed Helms ξυπνά σε απροσδιόριστη ώρα μετά τη «ζημιά» της προηγούμενης μέρας/νύχτας/whatever, κατευθύνεται στον καθρέφτη και εκεί, αντικρύζοντας το τατουάζ, μαζί με τους γνωστούς συνοδοιπόρους και έναν πίθηκο, συνειδητοποιεί τα πάντα ταυτόχρονα, σα να έπεσε κεραυνός. Ποια δουλειά έχει αυτό το τατουάζ στο πρόσωπο ενός επιστήμονα; Ποιος ήμουνα χθες;

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο -η πρώτη σκηνή και αυτής της ταινίας- η κινηματογράφηση αλλάζει. Ο φωτισμός πέφτει σα να είναι σούρουπο, σα να ήρθε ένα σύννεφο σκόνης, ξαφνικά. Η εικόνα γεμίζει κόκκο, όπως λέγεται και στη φωτογραφία. Δεν υπάρχουν απαλά ή όμορφα ή λαμπερά χρώματα, να ταιριάζουν σε κωμωδία, να διασκεδάζουν τον θεατή. Η ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης σκηνής γίνεται ξεκάθαρα δραματική, για μια στιγμή. Ο ήρωας υποφέρει καθώς εξετάζει το πρόσωπό του, εντελώς εκτός κωμικού πλαισίου. Αυτή λοιπόν η τόσο παράξενη για συνέχεια κωμωδίας σκηνή, έστω και στιγμιαία, άφησε ένα ερωτηματικό. Το οποίο απαντήθηκε χρόνια αργότερα.

Το 2019, βλέποντας το συγκλονιστικό “Jocker” του ίδιου σκηνοθέτη και τον τρόπο με τον οποίο η κάμερα περιεργαζόταν το πρόσωπο του Χοακίν Φοίνιξ (Joaquín Phoenix), αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το περιεργαζόταν ο ίδιος ως Jocker, βρίσκω ότι, στο παρασκήνιο, υπάρχει μια αναλογία με την πρώτη σκηνή του Hangover II.

Ο Τοντ Φίλιπς έκανε πρόβα για το Jocker, με διαφορά 8 ετών από τη μια ταινία στην άλλη.

…Και επιστροφή στο «Ανόρα»: παρόμοια διεύθυνση φωτογραφίας, παρόμοιος δραματικός κόκκος. Μουντός καιρός, λίγη ομίχλη, χαμηλή τονικότητα είτε είναι δέκα το πρωί, είτε πέντε το απόγευμα, πεισματικά η ίδια. Αυτό σημαίνει ότι όποιο και αν είναι το πρόβλημα επιμένει και οι ήρωες το σέρνουν από μέρα σε μέρα, πολλά χρόνια πριν τους παρακολουθήσει η κάμερα. Όχι, αυτή η ταινία δεν είναι κωμική, όπως καθόλου κωμική δεν είναι η πρώτη σκηνή του Hangover II.

Ποιο είναι το πρόβλημα; Ακριβώς αυτό, ότι επιμένει. Λύση δεν προμηνύεται. Η ταινία δεν θα παρακαλέσει για κάθαρση, άλλο είναι αυτό που πρόκειται να τονιστεί.

Η Ανόρα, ο ρόλος της Mikey Madison, πολύ νέα, έχει εγκλωβιστεί σε μια δουλειά την οποία, μάλλον χωρίς να το συνειδητοποιεί, δείχνει να έχει ανεβάσει σε «αξιοζήλευτο» επαγγελματικό επίπεδο, ανάλογο με αυτό της επιχείρησης στην οποία δουλεύει. Το στριπτιζάδικο είναι μια οργανωμένη, με μέλλον και ειλικρινείς προθέσεις επιχείρηση. Πολύ ανταγωνιστική επίσης. Υπάρχει και δεύτερη, τελείως διαφορετική. Θα δούμε στη συνέχεια ποια είναι. Δεν εξισώνονται, όχι, κι όμως, έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό.

Η Ανόρα ζει μόνο μέχρι το επόμενο δευτερόλεπτο, για την αντιμετώπιση του οποίου έχει γίνει πολυμήχανη, δεν έχει υποστήριξη από οικογένεια ούτε είχε ποτέ, είναι ζήτημα αν έχει μια και μοναδική φίλη, οριακά τη συγκάτοικό της, η οικονομική κατάσταση είναι ίδια με τα χλωμά σύννεφα και την υποφωτισμένη νύχτα, αλλά είναι μεγάλο επίτευγμα ότι αντιμιλάει στα ίσα στον «προϊστάμενο». Άγνωστο πώς, απολαμβάνει έναν βαθμό ανεξαρτησίας. Άγνωστο, στην προκειμένη περίπτωση, ισούται με άγνοια κινδύνου. Άλλη αιτιολόγηση για την ανακύκλωση και τη συνεχή επανεφεύρεση στις οποίες υποβάλλει κάθε στιγμή τον εαυτό της, δεν υπάρχει. Εννοείται πώς είναι άψογη επαγγελματίας, αλλά δεν υπάρχουν αισθήματα. Προβλέψιμο; Τι, μόνο στο δικό της επάγγελμα συμβαίνει αυτό;

Το ότι πέφτει πάνω σε αφελή νέο, τύπου αφηρημένου πρίγκηπα του παραμυθιού, ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Το ότι έρχονται ατελείωτα χρήματα από κάπου, δεν αποτελεί έκπληξη, ίσως να είναι και λίγο βαρετό. Το ότι ξεπροβάλλουν χαρακτήρες, άλλοι με ιδιότητα μέλους του στενού περιβάλλοντος, ή με ιδιότητα μπράβου για την ασφάλεια του πρίγκηπα, είναι επίσης αναμενόμενο. Ανακαλύψτε τους όμως στην οθόνη, κάνω ήδη αρκετά spoilers. Και άλλες, πολλές πτυχές των όσων συμβαίνουν, δε θα τις αναφέρω.

Αυτό που δεν αναμένεται, είναι ότι όλοι, μα όλοι, ανεξάρτητα από επάγγελμα, από σχέση εξάρτησης με ανώτερο, από βίαιο ή μη χαρακτήρα, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: αδυνατούν να συγκεντρωθούν. Αυτό υποβόσκει στις επιμέρους πλοκές που οδηγούν στην κλιμάκωση στην οποία έρχονται να εμπλακούν όλοι, προερχόμενοι μεν από διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά με κοινό αίτιο την ασύλληπτη ανοησία τους. Ξεσπά τελικά και πέφτει όλη πάνω στον θεατή, στο χαοτικό κυνηγητό το οποίο σε πραγματικό χρόνο, διαρκεί περίπου 48 ώρες, ίσως λιγότερο. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, και πολύ περισσότερο σ’ αυτό το δεύτερο μέρος κορύφωσης, οι πάντες σταδιακά δείχνουν να τα χάνουν όλα, όλη τη δομή που νόμιζαν ότι είχαν κατακτήσει, ιδίως ορισμένοι που περιφέρονται με παρουσιαστικό ωριμότητας. Αποκαλύπτονται τόσο βαθιές αντιφάσεις στις ζωές και την καθημερινότητά τους, ώστε να προκαλούν γέλιο. Αυτές οι στιγμές είναι αρκετές, γι’ αυτό και το «Ανόρα» παρεξηγείται και αναφέρεται ορισμένες φορές ως κωμωδία.

Δεν είναι κωμικό να συμπεριφέρονται όλοι οι ήρωες σα να έχουν ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας), ούτε ο σκηνοθέτης, ούτε οι ηθοποιοί το διακωμωδούν. Η ταινία κάνει σε δεύτερο πλάνο και υπόγεια, δε θα έλεγα μια καταγγελία, αλλά ένα έντονο σχόλιο για τη χαοτική συμπεριφορά όλο και περισσότερων ανθρώπων, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Δε ρίχνει ένα απλουστευτικό φταίξιμο στο διαδίκτυο, γιατί παρουσιάζει ανθρώπους, οι οποίοι όταν πήγαιναν σχολείο δεν υπήρχαν ακόμη ούτε κινητά τηλέφωνα, να έχουν το ίδιο περίπου πρόβλημα με άτομα είκοσι έως τριάντα ετών. Το βέβαιο είναι ότι όλοι τους πετούν χαρταετό. Το ’χουν πάρει απόφαση, ότι πηγαίνει μέρα με τη μέρα και δεν υπάρχει μακροπρόθεσμη προοπτική. Το σκεπτικό θυμίζει άμεσα τις απόψεις των αδελφών Κοέν -ολόκληρη σχολή με εξαιρετικές σκηνές που βγάζουν γέλιο ενώ η κατάσταση των ηρώων τους είναι για να τους λυπάσαι- αλλά δεν τις αντιγράφει.

Μαφιόζοι της διπλανής πόρτας (θυμάστε;) λειτουργούν εντελώς ερασιτεχνικά και αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν άσχετους και ανυποψίαστους στόχους, μεγιστάνες αποτυγχάνουν ως γονείς σε εντελώς βασικά πράγματα, σαν ηλίθιοι (τότε, πώς έγιναν δισεκατομμυριούχοι;), παιδιά που ακυρώνουν αυτοστιγμή κάποιες καλές συγκυρίες που, ακόμη κι αυτές, παρουσιάζονται τυχαία.

Ένα σαρωτικό έλλειμα εστίασης της προσοχής διατρέχει τους πάντες και τα πάντα, από το οποίο φαίνεται ότι γλιτώνουν α) το στριπτιζάδικο, όπως είπαμε πιο πάνω και β) το συνεργείο καθαρισμού. Λοιπόν, να γράψω όσο γίνεται λιγότερα γι’ αυτό, αλλά οριακά είναι spoiler: δείτε τις σχεδόν στιγμιαίες εμφανίσεις των μελών του συνεργείου. Δεν έχουν καμία σχέση με τον υπόλοιπο θίασο που πνίγεται σε μια κουταλιά νερό.

Η χαοτική μετακίνηση μέσα στην πόλη και η ανταλλαγή διαλόγων που δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος, δεν καταλήγουν σε συμπεράσματα, προωθούν ελάχιστα την πλοκή και ενδέχεται να προκαλέσουν υπνηλία, δυσφορία και ό,τι άλλο σχετικό, μπορεί να σας αναγκάσουν να κάνετε διαλείμματα αν δείτε την ταινία στο σπίτι, να ρίξετε μια ματιά στο κινητό, ακόμη και να προβληματιστείτε πάνω στο γνωστό θέμα, ότι δεν φτιάχνουν πλέον τις ταινίες όπως παλιά. Όλες μέτριες είναι, στις καλές περιπτώσεις.

Ναι; Δε μπορείτε να συγκεντρωθείτε; Κι εγώ αυτό έπαθα. Είναι η ταινία μέτρια, ή έχουμε έλλειμα προσοχής; Είναι πλέον όλες οι ταινίες μέτριες ή έχουμε καταντήσει να μην μπορούμε να χαλαρώσουμε για δύο ώρες;

Άλλο ένα εφεύρημα, αυτής της ταινίας που δεν κατατάσσεται πουθενά: σου δείχνει ότι αυτό από το οποίο πάσχουν οι ήρωες, είναι και δικό σου θέμα. Το να καθρεφτίζεται ο θεατής στους ήρωες και το αντίστροφο, την ίδια στιγμή, θα γίνει αντιληπτό αν τολμήσετε να μη δείτε τι στην ευχή θέλει να σας πει το κινητό σας, πάλι. Δεν ξέρω, όπως μπορείτε.

Αν διασπαστεί η προσοχή σας τη στιγμή που οι ήρωες χάνονται μέσα στην χαοτική υπερκινητικότητά τους, θα χάσετε το τέλος. Είναι γεγονός και έχει αναφερθεί επανειλημμένα, ότι η πρόκληση, μέσω του σεναρίου, αυτής της κατάστασης που δείχνει να μην καταλήγει πουθενά, γίνεται σκόπιμα για να οδηγηθεί στη μόνη διέξοδο. Την οποία -συμφωνώ απόλυτα με όσους έχουν ήδη συμπεράνει το ίδιο- αξίζει να τη δείτε χωρίς άλλη πληροφόρηση, κάπως βιωματικά, γι’ αυτό και δεν θα ειπωθεί ούτε λέξη.

Διαβάστε επίσης

Μετάβαση στο περιεχόμενο